χοιροπαραγωγή

χοιροπαραγωγή
η
η παραγωγή χοίρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χοιροπαραγωγή — η, Ν το σύνολο τής παραγωγής χοίρων σε μία χώρα ή σε μία περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”